- ζύμωση
- fermentation
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ζύμωση — η 1. μετατροπή που συντελείται σε οργανικές ενώσεις με τη βοήθεια ενζύμων: Ζύμωση του μούστου. 2. προετοιμασία κάποιου γεγονότος ή αλλαγής: Τον τελευταίο καιρό γίνονται πολλές πολιτικές ζυμώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek
γαλακτική ζύμωση — Ζύμωση που επιτρέπει τον μετασχηματισμό των υδατανθράκων με την επίδραση γαλακτικών βακτηριδίων ή γαλακτοβακίλων σε γαλακτικό οξύ. Τα γαλακτικά βακτηρίδια διακρίνονται σε βακτηρίδια ομοζύμωσης που διασπούν τους μονοσακχαρίτες με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
βουτυρική ζύμωση — Αναερόβια ζύμωση που δημιουργείται από βακτηρίδια του γένους clostridium. Κατά τη β.ζ. ορισμένοι υδατάνθρακες αλκοολών και οργανικών οξέων δίνουν βουτυρικό οξύ, διοξείδιο του άνθρακα και νερό. Μερικά είδη βακτηριδίων, όπως το clostridium… … Dictionary of Greek
ακετοβουτυλική ζύμωση — Αναερόβια ζύμωση που προκαλείται από το ευκίνητο βακτηρίδιο clostridium acetobutylicum, με αποτέλεσμα την παραγωγή βουτυλικής αλκοόλης, ακετόνης, οξικού και βουτυρικού οξέος, διοξειδίου του άνθρακα και υδρογόνου. Η α.ζ. υπήρξε ο μοναδικός τρόπος… … Dictionary of Greek
αλκοολική ζύμωση — Αναερόβια ζύμωση, που προέρχεται από σειρά χημικών αντιδράσεων με τελικά προϊόντα διοξείδιο του άνθρακα και αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
μπίρα — Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση βύνης (κριθαριού που πέταξε βλαστό), αρωματισμένης με λυκίσκο. Η μ. και τα ανάλογα ποτά που προέρχονται από τη ζύμωση άλλων δημητριακών είναι από τα πιο αρχαία και τα πιο διαδεδομένα. Τη χρησιμοποιούσαν … Dictionary of Greek
Παστέρ, Λουί — (Pasteur, Louis, Ντολ, Ιούρας 1822 – Βιλνέβ, λ’ Ετάν Σεν ε Ουάζ 1895). Γάλλος βιολόγος και χημικός. Γιος μικροβιοτέχνη βυρσοδεψίας, εκδήλωσε από παιδί μεγάλη κλίση στο σχέδιο και στη ζωγραφική, αλλά σε ηλικία 19 ετών αποφάσισε να επιδοθεί… … Dictionary of Greek
μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… … Dictionary of Greek
ζυμωσιογόνος — ο 1. αυτός που προκαλεί ζύμωση 2. φρ. «ζυμωσιογόνος δύναμη» η ικανότητα ενός μικροοργανισμού να παράγει ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμωση ( ις) + γονος < γίγνομαι. Η λ. ζυμωσιογόνος (χωρίς συνδετικό φωνήεν) μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ.… … Dictionary of Greek